- μελίβρομος
- μελίβρομος, -ον (Α)αυτός που ηχεί ευχάριστα, που βγάζει γλυκό ήχο, γλυκύφωνος («βοὰ αὐλοῑο μελιβρόμου», Αρχίλ.)·[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βρόμος «ήχος» (πρβλ. μεγαλό-βρομος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελίβρομον — μελίβρομος sweet toned masc/fem acc sg μελίβρομος sweet toned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek